-
1 παλινδρομέω
A run back again,ἐπὶ τόπον J.BJ3.2.3
;ἐς ταὐτά Aret. SD1.6
: abs., Manetho ap.J.Ap.1.26; of a ship, Ps.-Hdt.Vit.Hom. 19, D.S.20.74, Plu.Cic.32: prov.,παλινδρομῆσαι μᾶλλον ἢ κακῶς δραμεῖν Luc.Asin.18
.II Medic., go back without coming to a head, of an abscess, dub. in Hp.Prog.18; μὴ -δρομῇ τὸ ἐρυσίπελας ἔσω strike inwards, ib.23.b recur, relapse, Id.Epid.2.3.18, Aret. SA1.7, Luc.Abd.32.c παλινδρομῶν σφυγμός recurrent, recovering, Gal.9.510, Marcellin.Puls. 400.III metaph., π. πρὸς τὰς τῶν Καρχηδονίων ἐλπίδας fall back upon.., Plb.7.3.8;γεωμετρία ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ -δρομοῦσα Plu.2.718f
.2 βλασφημία -δρομοῦσα, of abuse which comes home to roost, ib.88d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδρομέω
См. также в других словарях:
παλινδρομώ — (ΑΜ παλινδρομῶ, έω) [παλίνδρομος] νεοελλ. 1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά 2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος μσν. (για ακόντιο που ρίχνεται κατά τής ασπίδας) τινάζομαι… … Dictionary of Greek